- ποθητοῦ
- ποθητόςlonged formasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανελκτήρας — ο ( ήρ, ήρος) 1. όργανο που χρησιμεύει στήν ανύψωση αντικειμένων, ανυψωτήρας, βαρούλκο 2. (Ανατ.) μυς που έλκει προς τα πάνω κάποιο όργανο του σώματος, π.χ. μυς ανελκτήρας του επάνω χείλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανέλκω «έλκω επάνω, ανυψώνω». Η λ.… … Dictionary of Greek
όραμα — το (ΑΜ ὅραμα) 1. αυτό που βλέπει κανείς με τα μάτια του, θέαμα («φαμὲν γὰρ ὁράματα καὶ ἀκούσματα εἶναι ἡδέα», Αριστοτ.) 2. ό,τι βλέπει κανείς στον ύπνο του ή σε έκσταση, οπτασία («δεν ήτον τούτο όνειρο, μα ν όραμα, Φροσύνη», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek